- πορθητά
- πορθητά̱ , πορθητήςdestroyermasc nom/voc/acc dualπορθητήςdestroyermasc voc sgπορθητήςdestroyermasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθητάς — πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc acc pl πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητᾶι — πορθητᾷ , πορθητής destroyer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητής — ο, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ως κύριο όν. ο Πορθητής προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη 2. ζωολ.… … Dictionary of Greek